H πρώτη διεθνής εμπορική συμφωνία κατοχύρωσης των Προϊόντων Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) έγινε στο Παρίσι το 1883 και ακολούθως στην Μαδρίτη το 1891 μεταξύ 31 χωρών. Οι χώρες με ιστορία πολιτισμού όπως της Ν. Ευρώπης, Αίγυπτος, Ινδία, Πακιστάν, Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Κένυα, Τζαμάικα, Κίνα, Βιετνάμ κ.ά. συμμετέχουν στις διεθνείς συμφωνίες υπέρ της κατοχύρωσης των ΠΟΠ προϊόντων, ενώ οι νέες χώρες της Αμερικής και γενικά οι Αγγλοσαξονικές χώρες δεν συμμετέχουν, καθόσον εκεί κυριαρχούν οι ιδιωτικές εταιρικές σημάνσεις (brand names). Αυτή είναι η αιτία που κυρίως οι ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία αντιδρούν στην κατοχύρωση των ΠΟΠ προϊόντων και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) και στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις των διεθνών εμπορικών συμφωνιών CETA, TTIP, κ.ά.
Ακολούθησαν οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες της Στρέσσας Ιταλίας το 1951 και της Λισσαβόνας το 1958 με τις οποίες απαγορεύεται η κυκλοφορία απομιμήσεων ΠΟΠ προϊόντων (kind, style).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε την δυνατότητα κατοχύρωσης των ΠΟΠ προϊόντων με τον κανονισμό 2081 του 1992. Το 1999 οι ΗΠΑ και η Αυστραλία προσέφυγαν στον ΠΟΕ κατά της ΕΕ, ισχυριζόμενοι κυρίως ότι η ΕΕ κάνει διακριτική μεταχείριση σε βάρος brand names άλλων χωρών. Ακολούθως η ΕΕ, για να είναι συμβατή η νομοθεσία της με τον ΠΟΕ (άρθρα 3.1, 22,23,24 TRIPS), την τροποποιεί με τον κανονισμό 510 του 2016 και με τον τελικό 1151 του 2012 απαγορεύει τις απομιμήσεις, δίνοντας την δυνατότητα ίσης μεταχείρισης και κατοχύρωσης ΠΟΠ προϊόντων και τρίτων χωρών.
Βάση των στατιστικών στοιχείων του 2016 στην ΕΕ έχουν κατοχυρωθεί 3.315 αγροτικά προϊόντα εκ των οποίων 2000 είναι κρασιά και 1315 είναι τρόφιμα (229 τυριά, 326 κρέατα, 130 λάδια, 373 φρούτα, λαχανικά και δημητριακά, κ.ά.).
Οι χώρες της Νοτίου Ευρώπης, λόγω της υψηλότερης βιοποικιλότητας και της ιστορικής τους παράδοσης στον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης των τοπικών κοινωνιών τους, έχουν σήμερα τα περισσότερα κατοχυρωμένα ΠΟΠ προϊόντα στην ΕΕ (Ιταλία 926, Γαλλία 740, Ισπανία 353, Ελλάδα 270, Πορτογαλία 203, Γερμανία 164, Ουγγαρία 83, Βουλγαρία 65, Ρουμανία 63 και ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ με κάτω από 50 η κάθε μία).
Σε επίπεδο ΕΕ το 60% των πωλήσεων ΠΟΠ προϊόντων γίνεται στην εγχώρια αγορά, 20% εξάγεται σε άλλες χώρες της ΕΕ και 20% σε τρίτες χώρες. Η συνολική αξία των εξαγόμενων ΠΟΠ προϊόντων της ΕΕ σε τρίτες χώρες ανέρχεται σε 12 δίς ευρώ, ήτοι σε 15% των εξαγωγών τροφίμων της με αυξητικές τάσεις. Οι χώρες που εισάγουν ΠΟΠ προϊόντα της ΕΕ είναι οι ΗΠΑ το 30%, Ελβετία, Σιγκαπούρη από 7%, Καναδάς, Κίνα, Ιαπωνία από 6%, Ρωσία 4% κ.ά., γεγονός που τα καθιστά σημαντικό κεφάλαιο στις διμερείς εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της φυσικής βιοποικιλότητας, του παραδοσιακού τρόπου παραγωγής και γαστρονομικής κατανάλωσης και της σύνδεσής της υψηλής ποιότητάς τους και διατροφικής αξίας τους που συγγενεύει με την βιολογική παραγωγή υγιεινών προϊόντων (λόγω των φυσικών, χημικών, μικροβιολογικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών τους) με τον πολιτισμό, τον αγροτουρισμό και οικοτουρισμό των τοπικών κοινωνιών της Νοτίου Ευρώπης και της Ελλάδας αποτυπώνεται στα ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντα.
Η εμπορική διακίνησή των ΠΟΠ προϊόντων στην παγκόσμια αγορά αντιμετωπίζει τον αθέμιτο ανταγωνισμό των υποβαθμισμένων ποιοτικά προϊόντων που είτε παράγονται από μεταλλαγμένους σπόρους και ζωοτροφές, είτε από ορμονούχα και χημικά πρόσθετα της βιομηχανίας των Πολυεθνικών εταιρειών.
Ο 21ος αιώνας θα είναι μια εποχή σύγκρουσης ανάμεσα στην κοινωνική συμμαχία παραγωγών και καταναλωτών που διεκδικούν όρους δίκαιου εμπορίου και υπερασπίζονται την αρχή της πρόληψης, της ποιοτικής σήμανσης και διακριτότητας των ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντων και στις επιδιώξεις των πολυεθνικών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που επιδιώκουν την απορύθμιση των αγορών, την κερδοσκοπία και την εταιρειοκρατία.
Τα ΠΟΠ προϊόντα όταν διακινούνται στο διεθνές εμπόριο δεν είναι απλά εμπορεύματα, αλλά ενσωματώνουν την βιοποικιλότητα, τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής, την τεχνογνωσία και τον πολιτισμό των τοπικών κοινωνιών όπου παράγονται.
Γι αυτό θεωρούμε ότι στις εμπορικές συμφωνίες ΕΕ - χωρών Ν. Αφρικής, ΕΕ - Σιγκαπούρης και ΕΕ - Καναδά (CETA), η κατοχύρωση μόνο 143 ΠΟΠ προϊόντων από τα 1315 της ΕΕ και μόνο 16 της χώρας μας από τα 101 και κυρίως η μη πλήρης κατοχύρωση του σημαντικότερου ΠΟΠ προϊόντος μας, της Φέτας, μαζί με την δυνατότητα που δίνουν για απομιμήσεις ΠΟΠ προϊόντων, αποτελούν οπισθοδρόμηση από τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες της μεταπολεμικής περιόδου.
Θα ακολουθήσουν στην επόμενη 3ετία διαπραγματεύσεις της ΕΕ με τις άλλες χώρες, στο πλαίσιο των κοινών "επιτροπών ρυθμιστικής συνεργασίας" για να καθοριστεί κοινό νομοθετικό πλαίσιο επί των προδιαγραφών ποιότητας και των υγειονομικών μέτρων φυτικής και ζωικής παραγωγής.
Το Ευρωπαϊκό και Ελληνικό κίνημα παραγωγών και καταναλωτών πρέπει να επαγρυπνεί για να αποτρέψει ρυθμίσεις που θα επιχειρηθούν για απελευθέρωση εισαγωγών των μεταλλαγμένων, ορμονούχων και χημικών πρόσθετων στα τρόφιμα του ευρωπαϊκού χώρου και να προωθήσει πολιτικές βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης με την σήμανση και συλλογική προώθηση των τοπικών ποιοτικών προϊόντων με συνεταιριστικές ομάδες παραγωγών, διεπαγγελματικές οργανώσεις, αγροδιατροφικές συμπράξεις και την συνεργασία τους με τα Πανεπιστήμια και την Αυτοδιοίκηση.
Η Ελληνική βουλή να αξιοποιήσει το άρθρο 4 της συνθήκης της Λισαβόνας της ΕΕ που δίνει την συναρμοδιότητα απόφασης και στα Εθνικά Κοινοβούλια και να πάρει απόφαση επαναδιαπραγμάτευσης προς πλήρη κατοχύρωση της Φέτας ΠΟΠ και όλων των ποιοτικών προϊόντων και τροφίμων, να υποστηρίξει την Περιφέρεια της Βαλονίας στην προσφυγή της στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο κατά των εταιρικών δικαστηρίων και να λάβει απόφαση υπεράσπισης σε όλες τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες της αρχής της πρόληψης, του κοινοτικού κεκτημένου στην δημόσια υγεία, στο περιβάλλον, στα κοινωνικά δικαιώματα και στην βιώσιμη ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Γιώργος Εμμανουήλ
Μέλος της Ομάδας εργασίας των Ευρωπαϊκών Περιφερειών ΠΟΠ Προϊόντων - AREPO & του Ελληνικού Δικτύου Φορέων «Stop TTIP, CETA TiSA».